- αεικίνητος
- -η, -ο και -ος, -ο (Α ἀεικίνητος, -ον)αυτός που βρίσκεται σε διαρκή, αέναη κίνησηνεοελλ.1. (για πρόσωπα) δραστήριος, ακούραστος, ακαταπόνητος2. το ουδ. ως ουσ. α) το αεικίνητο βλ. λ.β) άλυτο πρόβλημα, χίμαιρα, ουτοπία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεί + κινητὸς < κινῶ.ΠΑΡ. ἀεικινησία].
Dictionary of Greek. 2013.